- Ακτή Ελεφαντοστού
- Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν αντιστοιχούν στα όρια μιας φυσικής περιοχής και είναι κατά κάποιον τρόπο συμβατικά, προερχόμενα από τη διένεξη των ευρωπαϊκών αποικιακών δυνάμεων για τις ακτές της περιοχής της Γουινέας. Καθορίστηκαν από τρεις συνθήκες στην περίοδο της αποικιοκρατίας: τη γαλλολιβεριανή συνθήκη του 1892, για τα δυτικά σύνορα με τη Λιβερία και τη Γουινέα, τη γαλλοβρετανική συνθήκη του 1893, που καθόριζε την ανατολική μεθόριο με την τότε Χρυσή Ακτή (σημερινή Γκάνα) και τον νόμο της 4ης Σεπτεμβρίου 1947 που καθόριζε τα βόρεια σύνορα με το Μάλι και τον Άνω Βόλτα (σημερινή Μπουρκίνα Φάσο). Νότια, η χώρα βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας, στον Ατλαντικό ωκεανό, με μια ακτή που έχει μήκος 550 χλμ. Η χώρα διαιρείται σε 58 γεωγραφικά διαμερίσματα (νέα διαίρεση) που τελούν ως εκλογικές περιφέρειες, καθώς και σε 16 ευρύτερες επαρχίες (απότοκο της γαλλικής διαίρεσης), που είναι οι εξής (σε παρένθεση οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί το 2000): Αγκνέμπι (Αγκμποβίλ, 641.400), Άνω Σασάντρα (Νταλοά, 1.456.400), Νζι-Κομοέ (Ντιμπόκρο, 809.400), Δεκαοκτώ Μοντάν (Μαν, 1.445.800), Κάτω Σασάντρα (Σαν Πέδρο, 937.700), Κοιλάδα του Μπανταμά (Μπουακέ, 1.188.000), Λαγκούνες (Αμπιτζάν, 3.894.400), Λακ (Γιαμουσούκρο, 531.600), Μαραχουέ (Μπουαφλέ, 783.600), Μέσος Κομοέ (Αμπενγκουρού, 434.200), Νότιος Κομοέ (Αμπουασό, 328.500), Νότιος Μπανταμά (Ντιβό, 735.100), Ντενγκουέλε (Οντιέν, 246.400), Ουοροντούγκου (Σενγκουελά, 514.700), Σαβάν (Κορχόγκο, 1.081.000) και Ζανζάν (Μποντούκου, 746.300).Επίσημη γλώσσα είναι η γαλλική, αλλά ομιλούνται επίσης περίπου 60 τοπικές διάλεκτοι. Στις ακτές ομιλούνται κυρίως γλώσσες κουά και στο εσωτερικό άλλα σουδανικά ιδιώματα.
Ο πληθυσμός της Α.Ε. αποτελείται από περίπου εξήντα εθνικές ομάδες, αρκετά όμοιες πια μεταξύ τους από πολιτιστική άποψη. Οι μεγαλύτερες ομάδες είναι των σουδανικών λαών του βορρά, που περιλαμβάνουν τα βολταϊκά στοιχεία (Σενούφο, Λόμπι) και την ομάδα Μάντε, των Ακάν, στην οποία εισχωρούν οι Άγκνι και οι Μπαουλέ, των λαών κρου, που περιλαμβάνουν διάφορες φυλές και, τέλος, των λαών που ζουν στις λιμνοθάλασσες.Ανεξάρτητη από τις 7 Αυγούστου 1960, η Α.Ε. σύμφωνα με το σύνταγμα που θεσπίστηκε στις 3 Νοεμβρίου 1960 (και τροποποιήθηκε το 1971, το 1975, το 1980, το 1985, το 1990 και το 1998) είναι προεδρική δημοκρατία. Ο αρχηγός του κράτους, που εκλέγεται με άμεση καθολική ψηφοφορία για μία πενταετία, είναι συνεπώς και αρχηγός της κυβέρνησης, διορίζει και παύει τους υπουργούς, ασκεί τη νομοθετική εξουσία μαζί με την εθνοσυνέλευση, θεσπίζει τους νόμους και εξασφαλίζει την εκτέλεσή τους. Η εθνοσυνέλευση αποτελείται από 225 μέλη που εκλέγονται κάθε 5 χρόνια με άμεση καθολική ψηφοφορία. Από το 1990 ισχύει ο πολυκομματισμός.Μέχρι τον Μάιο του 1990, στη χώρα επικρατούσε το μονοκομματικό σύστημα, με μοναδικό κόμμα το Δημοκρατικό Κόμμα της Α.Ε. Από το 2000 στην εξουσία βρίσκεται το Λαϊκό Μέτωπο του Α.Ε. Στο πολιτικό σκηνικό πρωταγωνιστεί επίσης ο Δημοκρατικός Συναγερμός. Πρόεδρος της δημοκρατίας είναι ο Λοράν Γκμπάγκμπο, από το 2000, ηγέτης του Λαϊκού Μετώπου και διορισμένος από τον πρόεδρο πρωθυπουργός ο Άφι Ν’Γκεσάν.Στην κορυφή της δικαστικής οργάνωσης είναι το ανώτατο δικαστήριο που χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα: συνταγματικό, δικαστικό, διοικητικό και ελεγκτικό. Το δικαστήριο ασκεί έλεγχο της λειτουργίας των ιδρυμάτων, των αποφάσεων των διοικητικών και δικαστικών αρχών και της κανονικότητας των κρατικών δαπανών. Η κοινή δικαστική οργάνωση περιλαμβάνει πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαστήρια και ένα εφετείο στην Αμπιτζάν.Το 28% του πληθυσμού ακολουθεί ανιμιστικές λατρείες. Η πλειοψηφία είναι μουσουλμάνοι (περ. 50%), ενώ υπάρχουν επίσης ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί (12%), με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο της Αμπιτζάν, και λίγες προτεσταντικές κοινότητες.Η στοιχειώδης εκπαίδευση, που είναι υποχρεωτική και δωρεάν, διαρκεί 6 χρόνια. Η μέση διαιρείται σε δύο κύκλους, έναν τετραετή και έναν άλλο τριετή. Υπάρχουν επαγγελματικές και τεχνικές σχολές, γεωπονικές και καλών τεχνών. Το 1964 ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο στην Αμπιτζάν, το οποίο έχει 6 σχολές. Ο αναλφαβητισμός είναι υψηλότατος και αγγίζει σχεδόν το 50% του πληθυσμού.Η στρατιωτική θητεία διαρκεί 6 μήνες. Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας αριθμούν περίπου 13.900 άτομα, από τα οποία 6.800 υπηρετούν στον στρατό ξηράς. Η Γαλλία διατηρεί στρατιωτικές βάσεις και έχει την ευθύνη για την εκπαίδευση του στρατού της χώρας.Το 1999 αναλογούσε ένας γιατρός σε κάθε 15.241 κατοίκους και η βρεφική θνησιμότητα έφτανε τους 94 θανάτους ανά χίλιες γεννήσεις. Περίπου το 3,3% του ετήσιου προϋπολογισμού του κράτους προορίζεται για την υγειονομική περίθαλψη του λαού της Α.Ε.Το έδαφος της Α.Ε. εκτείνεται αμφιθεατρικά ανάμεσα στα σουδανικά υψίπεδα και στην ακτή του κόλπου της Γουινέας. Το έδαφος αυτό δεν αντιστοιχεί σε μια ενιαία γεωγραφική περιοχή, αλλά μάλλον αποτελεί τμήμα στα βόρεια της σουδανικής Αφρικής, ενώ στο κέντρο και στα νότια παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά των γουινεϊκών χωρών. Για τον λόγο αυτό, σε γενικές γραμμές μπορεί να διαιρεθεί σε μια παράκτια περιοχή, σε μια ενδιάμεση πεδινή λωρίδα και σε μια βόρεια ζώνη υψιπέδων, στην οποία δεσπόζουν στα ΒΔ μερικά γρανιτικά ανάγλυφα που αντιπροσωπεύουν τις μοναδικές σημαντικές βραχώδεις αναδύσεις.
Από μορφολογική άποψη το έδαφος της Α.Ε. δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή· αυτές, αν υπάρχουν, μπορούν να παρατηρηθούν στη βαθμιαία αλλαγή –καθώς προχωρούμε από την ακτή προς το εσωτερικό– του κλίματος και της βλάστησης και, σε περιορισμένο μέτρο, στη διαφορετική σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και στο περιβάλλον.
Το παράκτιο τοπίο αλλάζει αρκετά προς τα δυτικά: ο ποταμός Σασάντρα φτάνει στη θάλασσα κρασπεδωμένος από υψώματα και στα δεξιά του φτάνουν τα τελευταία αντερείσματα των λιβεριανών ορεινών όγκων. Η παράκτια λωρίδα γίνεται μικρή και τις φυτείες του καουτσούκ διαδέχονται οι ορυζώνες. Προς το εσωτερικό περνάμε σιγά-σιγά στη μεγάλη πεδιάδα, μια πεδινή λωρίδα που χαρακτηρίζεται ήδη όμως από τα πρώτα ανάγλυφα, ανάμεσα στην ισημερινή και στη ζώνη της σαβάνας. Πρόκειται για μια περιοχή βαθιά τροποποιημένη από τη διάβρωση, με σχιστώδεις και γρανιτικές αναδύσεις της πρωτογενούς κρυσταλλικής μάζας, που συχνά υψώνονται απομονωμένες πάνω από τη δασική επιφάνεια. Αρκετά εκτεταμένα είναι τα λατεριτικά εδάφη. Η βλάστηση, εξαιτίας των λιγότερων βροχών, είναι πιο φτωχή σε σχέση με τις παράκτιες περιοχές, παρουσιάζει όμως μια αξιοσημείωτη ανάπτυξη δασών που σχηματίζουν στοές κατά μήκος των ποταμών.
Στις βορειότερες περιοχές μπαίνουμε στο υψίπεδο, σε ένα ύψος 200-300 μ. Οι ηπειρωτικές επιδράσεις είναι πλέον αισθητές και η φυτική επικάλυψη αντιπροσωπεύεται από τη σαβάνα σουδανικού τύπου, ενώ η αειθαλής βλάστηση κατά μήκος των ποταμών περιορίζεται. Τα ίχνη των ανθρώπινων οικισμών, λόγω των κλιματικών συνθηκών, γίνονται όλο και λιγότερα και η κυριότερη δραστηριότητα είναι η εκτροφή αιγοπροβάτων. Το τοπίο δεν είναι ωστόσο παντού πεδινό και ομοιόμορφο: τα λατεριτικά στρώματα παραχωρούν μερικές φορές τη θέση τους σε βραχώδεις προεξοχές, με γρανιτικούς θόλους, σε μικρά αλλά απόκρημνα αντερείσματα που προαναγγέλλουν τα όχι μακρινά γουινεϊκά βουνά. Τέλος, η ορεινή γωνία της χώρας, το βορειοδυτικό τμήμα (περιοχές Μαν και Οντιενέ), έχει απόκρημνα τοπία, ασυνήθιστα για την Α.Ε.: παρατηρούνται, πράγματι, ύψη που φτάνουν τα 1.000 μ. (όρη Τονκούι, 1.189 μ.).Το κλίμα της Α.Ε., βασικός παράγοντας της γεωγραφίας της, παρουσιάζει χαρακτηριστικά που διαφέρουν σταδιακά καθώς περνάμε από τα νότια στα βόρεια. Γενικά είναι συνδεδεμένο με τον χαρακτηριστικό μηχανισμό της γουινεϊκής περιοχής που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, και καθορίζεται από τις εναλλασσόμενες ροές των μαζών αέρα ωκεάνιας και ηπειρωτικής προέλευσης, ροές που εξαρτώνται από τις ζενιθιακές μετακινήσεις του ήλιου και από την αντίστοιχη ύπαρξη υψηλών και χαμηλών πιέσεων στην ήπειρο. Η διαφορά των κλιματικών συνθηκών εξαρτάται και από την αξιοσημείωτη έκταση της χώρας σε γεωγραφικό πλάτος, που εκτείνεται πέρα από τον 10ο παράλληλο, όπου οι ωκεάνιες ροές εξασθενούν αισθητά. Έτσι, στο βόρειο τμήμα παρατηρείται ένα τροπικό κλίμα με δύο εποχές, που διατηρεί τα χαρακτηριστικά του περίπου έως τον 7ο παράλληλο, όπου σημειώνονται οι πρώτες εκδηλώσεις του υποϊσημερινού κλίματος. Το τελευταίο αυτό αποκτά βαθμηδόν, καθώς προχωρούμε προς τα νότια, όλο και πιο καθορισμένα χαρακτηριστικά.
Συνεπώς, το έδαφος της Α.Ε. μπορεί να διαιρεθεί σε διάφορες κλιματικές λωρίδες. Η πρώτη αντιπροσωπεύεται από την παράκτια περιοχή· αυτή, καλά εκτεθειμένη στις μουσωνικές μάζες αέρα που προέρχονται από τα ΝΔ, δέχεται σημαντική ποσότητα βροχοπτώσεων που φτάνουν τα 2.000-2.500 χιλιοστά τον χρόνο (με ορισμένα σημεία έως 5.000 χιλιοστά). Οι βροχοπτώσεις παρατηρούνται προπάντων από τον Μάιο έως τον Ιούλιο. Οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες είναι ιδιαίτερα υψηλές (γύρω στους 30°C). Η κεντρική ζώνη δέχεται ήδη την ηπειρωτική επίδραση και, μολονότι οι βροχοπτώσεις περιορίζονται σε σχέση με την παράκτια λωρίδα, οι εποχιακές και ημερήσιες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας γίνονται σημαντικές (μέσες ελάχιστες κατά την υγρή εποχή 20-25°C και μέγιστες στην ξηρή εποχή 35-40°C). Η βόρεια ζώνη, τέλος, χαρακτηρίζεται από αισθητά λιγότερο άφθονες βροχοπτώσεις, που φτάνουν κατά μέσο όρο τα 1.200 χιλιοστά τον χρόνο.
Σε σχέση με την εναλλαγή των δύο εποχών, οι θερμοκρασίες ποικίλλουν αξιοσημείωτα κατά τη διάρκεια του έτους. Και οι ημερήσιες διακυμάνσεις είναι ιδιαίτερα τονισμένες καθώς φτάνουν, κατά την ξηρή εποχή, έως τους 20-25°C.Ενδιαφέρουσα από μορφολογική άποψη είναι η παράκτια ζώνη: βραχώδης κυρίως στο δυτικό τμήμα, σε όλο το ανατολικό χαρακτηρίζεται από μια διαδοχή από λιμνοθάλασσες παράλληλες προς την ακτή, που σχηματίζουν μια ενιαία υδάτινη επιφάνεια, με έκταση περίπου 350 χλμ., η οποία επικοινωνεί με τη θάλασσα με στενά περάσματα που αντιστοιχούν σε ρήγματα της αμμώδους λωρίδας. Οι λιμνοθάλασσες αυτές δημιουργήθηκαν βασικά από τη φυσική διαδικασία σχηματισμού των παράκτιων αμμωδών λωρίδων. Μερικές όμως από αυτές τις λιμνοθάλασσες, ενώ είναι φυσικές, φαίνονται να είναι τεκτονικής προέλευσης, όπως εκείνες των εκβολών του ποταμού Κομοέ. Το υδρογραφικό σύστημα, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους που κατέρχεται ομαλά προς τη χαμηλή παράκτια πεδιάδα, αποτελείται από μια σειρά ποταμών, γενικά παράλληλων μεταξύ τους, που διευθύνονται από τα βόρεια προς τα νότια. Μόνο ένα περιορισμένο τμήμα του εδάφους, στα ΒΔ, εισέρχεται στη λεκάνη του ποταμού Νίγηρα, μέσω μερικών υποπαραποτάμων, όπως ο Μπαγκοέ και ο Μπαουλέ.
Το κεντρικό τμήμα της χώρας αποστραγγίζεται από τον Μπαντάμα, που πηγάζει από τις βόρειες σαβάνες κοντά στην Κορχόγκο και αναπτύσσεται προς τα νότια για περισσότερα από 800 χλμ. Αφού ξεπεράσει μερικούς μικρούς καταρράκτες (Λευκός Μπαντάμα), δέχεται τα νερά του Νζι στο ύψος της Τιασαλέ και από το σημείο αυτό έως τη λιμνοθάλασσα Εμπριέ είναι πλωτός από μικρά ποτάμια σκάφη. Ο πιο μακρύς ποταμός της χώρας όμως είναι ο Σασάντρα (1.100 χλμ.), που πηγάζει από το βορειοδυτικό συγκρότημα υψιπέδων και παρουσιάζει έναν ρου ιδιαίτερα τραχύ με πολύ συχνούς καταρράκτες· δέχεται πολυάριθμους παραποτάμους και υπόκειται σε περιοδικές πλημμύρες. Με έναν βαθύ ποταμόκολπο εκβάλλει κοντά στην ομώνυμη πόλη. Ο Καβαλί πηγάζει από τα όρη Νίμπα, στα σύνορα με τη Γουινέα, και αποτελεί για ένα σημαντικό τμήμα τη μεθόριο μεταξύ της Α.Ε. και της Λιβερίας. Είναι ο πιο ακανόνιστος και ορμητικός ποταμός της χώρας, ιδιαίτερα στον άνω ρου του, που είναι εγκιβωτισμένος ανάμεσα σε τοιχώματα σχεδόν απρόσιτα. Και στον κάτω ρου του όμως παρουσιάζει μερικούς καταρράκτες και είναι πλωτός μονάχα στα τελευταία 50 χλμ. Κοντά στα σύνορα με την Γκάνα ρέει, τέλος, ο Κομοέ, που πηγάζει στα βόρεια ανάμεσα στα όρη Κόμονος.Το σημερινό έδαφος της Α.Ε. φαίνεται πως γνώρισε μια ουσιαστική και σταθερή εγκατάσταση πληθυσμών μόνο σε πρόσφατη εποχή, παρότι ο άνθρωπος εμφανίστηκε εκεί ασφαλώς από τη νεολιθική εποχή, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα (πελέκεις και λίθινα αντικείμενα). Στη χώρα διακρίθηκαν ανθρώπινες ομάδες που φαίνεται πως κληρονόμησαν τα χαρακτηριστικά των πυγμοειδών πληθυσμών και οι οποίες αντιπροσωπεύουν το πιο αρχαίο εθνολογικό υπόστρωμα. Αλλά οι πρώτοι μόνιμοι πυρήνες συνδέονται με τη διείσδυση προς τα νότια, έως τις παρυφές του δάσους, των πληθυσμών σουδανικής προέλευσης. Σημαντικές μεταναστεύσεις έγιναν στις μετέπειτα εποχές, έως ολόκληρο τον 15ο αι., και από τα δυτικά, ενώ πρωταγωνιστές υπήρξαν, ανάμεσα σε άλλες, οι ομάδες Ντίο, Νταν και Ντίντα. Οι τελευταίες, αφού αναμείχθηκαν με τους πυγμοειδείς, δημιούργησαν τους Γκαγκού. Την ίδια εποχή άρχισαν και οι διεισδύσεις από τα ανατολικά προς τις ζώνες των λιμνοθαλασσών. Πραγματοποιούμενες κατά διαδοχικά κύματα, οι διεισδύσεις αυτές εισήγαγαν στη χώρα μερικές από τις πολυάριθμες παράκτιες φυλές (Εμπριέ, Ατιέ, Γκμπάντε).
Οι πιο πρόσφατες μεταναστεύσεις είναι εκείνες που οδήγησαν στην εγκατάσταση, γύρω στον 18ο αι., των λαών Κρου στη νοτιοδυτική περιοχή, την οποία διαρρέει ο ποταμός Σασάντρα. Τον ίδιο αιώνα έφτασε, τέλος, η μεγάλη ομάδα των Ακάν, που προέρχονταν από τα ανατολικά και εγκαταστάθηκαν γύρω από τον ρου του Κομοέ: αυτοί περιλάμβαναν τις διάφορες ομάδες των Άγκνι και των Μπαουλέ, που έφτασαν από την περιοχή των Ασάντι, εισάγοντας στη χώρα μερικούς πολιτιστικούς νεωτερισμούς καθώς και την καλλιέργεια της κολοκάσιας και του ινιάμ (ενός είδους αμυλώδους βολβού).
Όταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι έφτασαν στην Α.Ε., αυτή ήταν κατοικημένη πολύ ακανόνιστα με ομάδες χωριών πολιτικά αυτόνομων, η οικονομία των οποίων βασιζόταν στην πρωτόγονη γεωργία (φανγκ), στο κυνήγι και στο ψάρεμα στις λιμνοθάλασσες. Συνολικά όμως ο αριθμός των πληθυσμών αυτών πρέπει να ήταν πολύ μικρός, τόσο εξαιτίας της μικρής φυσικής αύξησης, όσο και επειδή από τότε υπήρχε το δουλεμπόριο, το οποίο υποστηριζόταν από τα ισλαμικά κράτη του σάχελ. Από μέρους των Ευρωπαίων αποικιοκρατών το δουλεμπόριο άρχισε γύρω στο 1750 και είχε σοβαρές συνέπειες όχι μόνο στη δημογραφική ανάπτυξη της χώρας, αλλά και στον διασκορπισμό πολλών εθνικών ομάδων και στη διαμόρφωση της πατροπαράδοτης κοινωνικής δομής τους.Ο πληθυσμός της Α.Ε. είναι χωρίς αμφιβολία από τους πιο ετερογενείς της Αφρικής, μια και δεν σημειώθηκε καμία διαδικασία συγχώνευσης ανάμεσα στις διάφορες ομάδες. Πράγματι, αναγνωρίζονται στη χώρα, καθώς προχωρούμε από τα ανατολικά στα δυτικά και από τα βόρεια στα νότια, οι βολταϊκές ομάδες (Λόμπι και Σενούφο) και οι Μάντε, οι κυριότερες δηλαδή ομάδες της σουδανικής ζώνης της Α.Ε. (που περνούν και στη ζώνη της σαβάνας)· οι Άγκνι Μπαουλέ της μεγάλης ομάδας Ακάν που ζουν στην κεντρική περιοχή (και οι οποίοι εξαπλώνονται με τη σειρά τους στη ζώνη του δάσους και των λιμνοθαλασσών)· τέλος, οι ομάδες που ζουν στις λιμνοθάλασσες και οι λαοί της γλώσσας κρου, δηλαδή οι δύο κυριότερες ομάδες αυτών των δύο περιοχών.
Ακόμα και σήμερα η παρουσία του δάσους και του υγρού κλίματος στον νότο είναι καθοριστικός παράγοντας, αν και όχι όπως άλλοτε, στην κατανομή του πληθυσμού: η περιοχή γύρω στην Αμπιτζάν έχει πυκνότητα 117 κατ. ανά τ. χλμ., δηλαδή υπερδιπλάσια της μέσης τιμής όλης της χώρας, η οποία είναι 51 κάτ. ανά τ. χλμ. Πιο χαμηλές τιμές παρατηρούνται στα ΝΔ, ενώ οι μεγαλύτερες πυκνότητες παρατηρούνται στο κέντρο, γύρω στην Μπουακέ (34 κάτ. ανά τ. χλμ.), το Μαν (39 κάτ. ανά τ. χλμ.) κ.α. Φυσικά, η κατασκευή του σιδηροδρόμου και οι εμπορικές δραστηριότητες που άρχισαν όταν αναπτύχθηκε η οικονομία φυτειών επηρέασαν την αύξηση του πληθυσμού της περιοχής αυτής, που υπήρξε σταθμός σημαντικών μεταναστευτικών κινήσεων από τις βόρειες ζώνες, κινήσεων που στράφηκαν τόσο προς το κέντρο όσο και προς την ακτή, έτσι που μπορεί να γίνει λόγος για μια γενική μετακίνηση του πληθυσμού της Α.Ε. προς τα νότια.
Έως τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο πληθυσμός της χώρας παρέμενε σε σταθερές απόλυτες τιμές που μόλις ξεπερνούσαν τα 2 εκατομμύρια κατοίκους. Η μεγάλη δημογραφική αύξηση της χώρας πραγματοποιήθηκε σε πιο πρόσφατες εποχές (δηλαδή μέσα σε 50 χρόνια) και το 2001 ο πληθυσμός της Α.Ε. έφτασε τους 16.393.221 κατ. (ενώ, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, ο πληθυσμός το 1988 ήταν 10.816.000 κάτ.). Ο ρυθμός ετήσιας αύξησης του πληθυσμού είναι 2,51% και το προσδόκιμο ζωής τα 43,5 χρόνια για τους άντρες και τα 46,3 για τις γυναίκες.
Η επιβλητική αυτή δημογραφική ανάπτυξη οφείλεται σε έναν πιο σύγχρονο τρόπο ζωής, με πτώση του δείκτη θνησιμότητας χάρη στον αγώνα κατά των ενδημικών ασθενειών, που άλλοτε αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό (ελονοσία, λέπρα, ασθένεια του ύπνου, φυματίωση). Αλλά σπουδαίο ρόλο έπαιξε και η ροή πολυάριθμων μεταναστών, προπάντων από την Μπουρκίνα Φάσο (περ. 350.000) και από το Μάλι (περ. 250.000), που προσελκύστηκαν από τις πολλές νέες δραστηριότητες που διεξάγονταν στην Α.Ε. Χάρη επίσης στην οικονομική ευημερία, η Α.Ε. ασκούσε μεγάλη έλξη και στους Ευρωπαίους, που υπολογίζονται σε αρκετές χιλιάδες αλλά εγκατέλειψαν μαζικά τη χώρα μετά το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 2002 και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν, ιδίως στο βόρειο τμήμα της χώρας.Τα χωριά, που συγκεντρώνουν συνολικά το 61% του πληθυσμού της χώρας, αντιπροσωπεύουν την πιο τυπική μορφή οικισμού. Γενικά βρίσκονται στον νότο, στις παρυφές των παράκτιων λιμνοθαλασσών, με τετράγωνες καλύβες που στηρίζονται πάνω σε πασσάλους από τους οποίους δένονται οι πιρόγες· στον βορρά παίρνουν όψεις συνδεδεμένες με το περιβάλλον των σουδανικών πολιτισμών· έχουν εξαφανιστεί εντελώς πια τα οχυρωμένα χωριά, αλλά διατηρείται το συμπαγές τους. Οι καλύβες είναι γενικά κυκλικές, από λάσπη και με κωνική αχυρένια στέγη, και είναι φτιαγμένες η μία κοντά στην άλλη. Έχουν ως κέντρο και σημείο αναφοράς τον οίκο συγκεντρώσεων, που μπορεί να είναι πολύ μεγάλος, ορθογώνιου ή κυλινδρικού σχήματος.Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της Α.Ε. είναι η πρώην πρωτεύουσα Αμπιτζάν (βλ. λ.), που εξακολουθεί να είναι η πιο πολυάριθμη πόλη της χώρας και η μοναδική με πληθυσμό άνω του 1 εκατομμυρίου, χτισμένη κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, η νέα πρωτεύουσα Γιαμουσούκρο (244.750 κάτ. το 2001), η Μπουακέ (βλ. λ.), η Γκραν Μπασάμ, πρωτεύουσα της αποικίας από το 1897 έως το 1900, που είναι η πιο παλιά από τις πόλεις της Α.Ε. με αστικό πυρήνα που χρονολογείται από το 1850, η Νταλοά (340.000 κάτ. το 2001), στην άνω λεκάνη του ποταμού Γκορέ, που είναι σπουδαία αγορά γεωργικών προϊόντων (κακάο, βαμβάκι) και διαθέτει αεροδρόμιο, η Γκανοά (285.000 κάτ. το 2001), η Κορχόγκο (260.000 κάτ. το 2001) και η Μαν (190.000 κάτ. το 2001).Από το 1960 μέχρι το 1980 η οικονομία της Α.Ε. χαρακτηριζόταν από υψηλά ποσοστά αύξησης (κατά μέσο όρο 9% τον χρόνο). Η χώρα, ευνοημένη από μακροχρόνια πολιτική σταθερότητα, όχι πολύ συνηθισμένη στα άλλα κράτη της δυτικής Αφρικής, στήριξε την αναπτυξιακή πολιτική της σε έναν πραγματικό καπιταλισμό χωρίς πολλές ιδεολογικές ανησυχίες. Στο πλαίσιο αυτό τα ξένα κεφάλαια (κυρίως γαλλικά) εμφανίζονται σε όλους τους τομείς και, εκμεταλλευόμενα τα φορολογικά πλεονεκτήματα, συνετέλεσαν στην επέκταση και διαφοροποίηση της γεωργίας και στην πρόοδο –πραγματικά μεγάλη– της ελαφράς βιομηχανίας. Θα πρέπει να προσθέσουμε, όμως, ότι η ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας ήταν αρκετά ανομοιογενής και αυτό άφησε αναλλοίωτες τις σημαντικές περιφερειακές διαφορές και προκάλεσε σοβαρές ανισότητες στα οφέλη που προέρχονται από την ανάπτυξη. Η ισχυρή παρουσία των διεθνών κεφαλαίων περιορίζει την αυτονομία αποφάσεων της κυβέρνησης, η οποία τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να επεμβαίνει όλο και πιο συχνά στις οικονομικές υποθέσεις. Εξάλλου, τα ολοένα μεγαλύτερα μεταναστευτικά ρεύματα από την ύπαιθρο στις πόλεις προκαλούν υπερπληθυσμό των αστικών περιοχών και μια σταθερή ανεργία, παρότι στην Α.Ε. εργάζονται πολλοί ξένοι που προέρχονται από το Μάλι, την Μπουρκίνα Φάσο και τον Νίγηρα. Η κτηνοτροφία και η αλιεία είναι ελάχιστα ανεπτυγμένες, αλλά παρουσίασαν σπουδαίες ποιοτικές βελτιώσεις με τη χρήση καινούργιων τεχνικών.
Η χώρα διαθέτει δυνατότητες ανάπτυξης, αφού για πολλά χρόνια η οικονομία της είχε σταθεροποιηθεί, αλλά η κακοδιοίκηση και οι διακυμάνσεις των τιμών στα γεωργικά προϊόντα (κακάο, καφές) δημιούργησαν την τελευταία δεκαετία σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Η κυβέρνηση προσπάθησε να λάβει μέτρα για τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών και την ιδιωτικοποίηση διαφόρων κρατικών επιχειρήσεων, αλλά τα αποτελέσματα ήταν ασήμαντα. Η κυβέρνηση συνέχισε την πολιτική αυτή –με την προσθήκη και την υποτίμηση– και ορισμένα ενθαρρυντικά στοιχεία εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια. Εξάλλου η αξιοποίηση και νέων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου που βρέθηκαν πρόσφατα δημιουργούν προϋποθέσεις για ανάπτυξη.
Το ΑΕΠ ήταν 25.500 εκατ. δολάρια ΗΠΑ το 2001 και το κατά κεφαλήν εισόδημα 1.550 δολ. Ο πληθωρισμός ήταν περίπου 2,5% (2000) και η ανεργία χαμηλή. Η ενέργεια προέρχεται από υδροηλεκτρικούς και θερμοδυναμικούς σταθμούς.Η οικονομία της Α.Ε., παρά την προοδευτική διαφοροποίηση, στηρίζεται μέχρι σήμερα στη γεωργία. Ο πρωτογενής τομέας προμηθεύει ένα σημαντικό τμήμα του εθνικού εισοδήματος και απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού. Εδώ και μερικά χρόνια γίνεται προσπάθεια να επιτευχθεί πλήρης αυτονομία στον τομέα των ειδών διατροφής και, χάρη στις προόδους που έχουν σημειωθεί στις συγκομιδές του ρυζιού και άλλων δημητριακών, ο στόχος αυτός δεν φαίνεται ανέφικτος. Ανάμεσα στις κυριότερες καλλιέργειες ειδών διατροφής, το ινιάμ (είδος αμυλώδους βολβού) είναι διαδεδομένο στο κέντρο και στον βορρά, ενώ η μανιόκα καταναλώνεται κυρίως στις νότιες περιοχές μαζί με την κολοκάσια, τη γλυκοπατάτα και μερικά φτωχά δημητριακά όπως το κεχρί και το σόργο. Στις αστικές περιοχές διαδίδεται συνεχώς η κατανάλωση σιταριού, καλαμποκιού και ρυζιού, η παραγωγή των οποίων αυξάνεται χάρη σε πρότυπες επιχειρήσεις και πειραματικές καλλιέργειες. Στην οικονομία της χώρας έχουν πολύ σπουδαιότερο ρόλο τα προϊόντα της εμπορικής γεωργίας, που προορίζονται για εξαγωγή. Μέχρι το 1970 ο τομέας αυτός βασιζόταν μόνο σε δύο παραγωγές (του καφέ και του κακάο) στις οποίες η Α.Ε. κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις στον κόσμο και για τις οποίες λειτουργεί ένα ταμείο σταθεροποίησης, που εξασφαλίζει σταθερές τιμές στους καλλιεργητές και φροντίζει για την πρώτη εμπορευματοποίηση. Μετά το 1970 επήλθε διαφοροποίηση με την εισαγωγή άλλων καλλιεργειών, όπως του βαμβακιού, της εβέας, των ελαιούχων φυτών, του ζαχαροκάλαμου, του καπνού, των τροπικών φρούτων και των διακοσμητικών φυτών. Η ανάπτυξη των νέων καλλιεργειών πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των σχεδίων (Ρlan Ρalmier, Ρlan Cocotier κλπ.) που φροντίζουν κατά κανόνα για την εμπορευματοποίηση του προϊόντος. Επισημαίνεται ότι η Α.Ε. είναι η παραγωγός χώρα του τόσο δημοφιλούς στη χώρα μας νεσκαφέ της ελβετικής εταιρείας Nestlé.
Άλλη μεγάλη πλουτοπαραγωγική πηγή της Α.Ε. είναι τα δάση, η εκμετάλλευση των οποίων τοποθετεί τη χώρα στις πρώτες θέσεις στον κόσμο για την ξυλεία επιπλοποιίας. Πραγματοποιείται παράλληλα έργο αναδάσωσης που θα προφυλάξει τα δάση της χώρας από μια πολύ σύντομη πτώχευση.Η αποικιοκρατική περίοδος. Οι πολυάριθμες μεταναστεύσεις, που διαδέχθηκαν η μία την άλλη στο έδαφος της Α.Ε., σχετίζονται ασφαλώς με την ανάπτυξη και τη διάλυση των αυτοκρατοριών και των βασιλείων του δυτικού Σουδάν (Γκάνα, Μάλι, Σονγκάι, Μόσι) και του κεντρικού Σουδάν (Κάνεμ, Μπόρνου, κράτη Χάουσα κ.ά.) και συνεπώς τοποθετούνται σε μια χρονική περίοδο μεταξύ του 14ου και του 18ου αι.
Τον 15ο αι. οι Πορτογάλοι δημιούργησαν μερικούς εμπορικούς σταθμούς στα παράλια της Α.Ε. Ο πρώτος σταθερός ευρωπαϊκός οικισμός είναι ωστόσο συνδεδεμένος με τη δράση των καθολικών ιεραποστόλων, οι οποίοι με τον δομινικανό ιερέα Γκονσάλβεζ αποβιβάστηκαν το 1687 στην Ασινί. Η κατάληψη της Α.Ε. από μέρους της Γαλλίας μπορεί αντίθετα να θεωρηθεί αποτέλεσμα της διορατικότητας του διοικητή Λουί-Εντουάρ Μπουέ-Βιγιομέ που, υπό τον Λουδοβίκο Φίλιππο, έκλεισε μεταξύ 1838 και 1842 μερικές συμφωνίες με τους τοπικούς άρχοντες, εξασφαλίζοντας έτσι στη χώρα του τα εδάφη της Γκραν-Μπασάμ και της Ασινί. Ύστερα από μια πειραματική φάση διοικητικής οργάνωσης, η Α.Ε. έγινε αποικία στις 10 Μαρτίου 1893. Η εξουσία της Γαλλίας παρέμεινε ακόμα ονομαστική σε μερικές περιοχές της ενδοχώρας που δεν είχαν ακόμα εξερευνηθεί τελείως και ελεγχθεί. Μεταξύ 1908 και 1915 κατέστη δυνατό να τερματιστεί η διείσδυση στη χώρα και να αρχίσει η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και στο εσωτερικό, έργο που διευκολύνθηκε από την κατασκευή του σιδηροδρόμου Αμπιτζάν-Μπουακέ (1913). Με το σύνταγμα του 1946, η Α.Ε., όπως και οι υπόλοιπες γαλλικές κτήσεις στα νότια της Σαχάρας, ονομάστηκε Υπερπόντιο έδαφος και αποτέλεσε μέλος της γαλλικής δημοκρατίας στους κόλπους της Γαλλικής Ένωσης. Οι αφρικανικές πολιτικές δυνάμεις που οργανώθηκαν στο Κόμμα της Αφρικανικής Δημοκρατικής Συγκέντρωσης, που ιδρύθηκε το 1946 από τον ηγέτη της Α.Ε. Φελίξ Χουφουέ-Μπουανί, αποκτούσαν από το 1951 έναν προσανατολισμό πιστής συνεργασίας με τη Γαλλία, παρότι επιδίωκαν τη χειραφέτηση από τον αποικιακό έλεγχο.
Η περίοδος της ανεξαρτησίας. Το 1956, ύστερα από νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν, η Α.Ε. απέκτησε δικό της κυβερνητικό συμβούλιο και εδαφική συνέλευση που εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία. Με το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 1958, το έδαφος αυτό αποδεχόταν την είσοδο στη Γαλλική Κοινότητα με το καθεστώς της αυτόνομης δημοκρατίας. Στις 16 Μαρτίου 1959, η Α.Ε. απέκτησε το πρώτο της σύνταγμα, που αντικαταστάθηκε από ένα νέο κείμενο στις 31 Οκτωβρίου 1960, ύστερα από την ανακήρυξη της πλήρους ανεξαρτησίας (7 Αυγούστου 1960). Ο Φελίξ Χουφουέ-Μπουανί έγινε πρόεδρος τον Νοέμβριο του 1960. Παρά τις συνταγματικές διατάξεις για την ύπαρξη πολλών κομμάτων, το κόμμα του Χουφουέ-Μπουανί παρέμεινε το μόνο νόμιμο κόμμα. Ένας υψηλός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1970, μαζί με την ισχυρή υποστήριξη της Γαλλίας, συνέβαλαν στη σταθερότητα του καθεστώτος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το 1985, ο Χουφουέ-Μπουανί επανεξελέγη πρόεδρος για έκτη πενταετή θητεία.
Στις αρχές του 1990, τα μέτρα λιτότητας που υιοθετήθηκαν οδήγησαν σε πρωτοφανείς διαμαρτυρίες. Φοιτητές και εργαζόμενοι οργάνωσαν διαδηλώσεις κατά των οικονομικών μέτρων, τα πανεπιστήμια έκλεισαν και ο Χουφουέ-Μπουανί αναγκάστηκε να ενεργοποιήσει το άρθρο 7 του συντάγματος, για την ελεύθερη λειτουργία των πολιτικών οργανώσεων. Τον Σεπτέμβριο του 1990 ο πάπας Παύλος Ιωάννης Β’ επισκέφτηκε την Α.Ε. για να εγκαινιάσει τη βασιλική που έχτισε στη Γιαμουσούκρο, γενέτειρα του Χουφουέ-Μπουανί, ο ίδιος ο πρόεδρος, υποτίθεται με προσωπικά του έξοδα. Στα τέλη του χρόνου έγιναν προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στις οποίες ο Χουφουέ-Μπουανί εξελέγη για έβδομη θητεία, αποσπώντας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 82% των ψήφων, ενώ η αντιπολίτευση κατήγγειλε την κυβέρνηση για νοθεία και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τον Μάιο του 1991, η βίαιη καταστολή των σπουδαστικών διαδηλώσεων στο πανεπιστήμιο της Αμπιτζάν, προκάλεσε νέες μεγάλες σπουδαστικές διαμαρτυρίες και στη διάρκεια των διαδηλώσεων οι δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν τέσσερις φοιτητές. Η κυβέρνηση αντέδρασε στη δραστηριότητα της ανεξάρτητης ομοσπονδίας των φοιτητών και διέταξε τη διάλυσή της, προχωρώντας σε συλλήψεις και καταδίκες. Ο Χουφουέ-Μπουανί επέστρεψε στην Α.Ε. τον Ιούνιο του 1992 ύστερα από απουσία πέντε μηνών στο εξωτερικό και αμέσως προχώρησε στην παροχή αμνηστίας για να κατασιγάσει τις φωνές της αντιπολίτευσης. Τον Μάρτιο του 1993 σημειώθηκε μια σύντομη στάση μελών της επίλεκτης προεδρικής φρουράς με αίτημα την αύξηση των μισθών, και οι εξεγερμένοι γύρισαν στα στρατόπεδά τους μόνο έπειτα από διαπραγματεύσεις με τον ίδιο τον πρόεδρο. Ο Χουφουέ-Μπουανί αναχώρησε και πάλι το 1993 για θεραπεία στη Γαλλία και την Ελβετία, όπου παρέμεινε έξι μήνες. Με την αναχώρησή του ξέσπασε διαμάχη στο εσωτερικό για το ζήτημα της διαδοχής.
Για πολλά χρόνια, η Α.Ε. ήταν το μοναδικό κράτος της Μαύρης Αφρικής που διατηρούσε επαφές με το ρατσιστικό καθεστώς της νότιας Αφρικής και τον Απρίλιο του 1992 ήταν η πρώτη χώρα της Μαύρης Αφρικής που αποκατέστησε διπλωματικές σχέσεις με αυτήν. Τα τελευταία χρόνια, η χώρα αντιμετώπισε προβλήματα λόγω της έμμεσης ανάμειξής της στον εμφύλιο πόλεμο της γειτονικής Λιβερίας. Η κυβέρνηση του Χουφουέ-Μπουανί είχε κατηγορηθεί ότι υποστήριζε τις δυνάμεις που προσπαθούσαν να ανατρέψουν τον πρόεδρο της Λιβερίας στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ενώ αργότερα όταν αναζωπυρώθηκαν οι εμφύλιες συγκρούσεις στη Λιβερία, η Α.Ε. δέχτηκε στο έδαφός της περισσότερους από διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες από τη γειτονική αυτή χώρα.
Ο Χουφουέ-Μπουανί πέθανε σε ηλικία 88 ετών, στα τέλη του 1993, και τα καθήκοντα του προέδρου ανέλαβε ο Ανρί Κονάν Μπεντιέ. Ο νέος πρόεδρος προσέφερε υπουργικές θέσεις στα μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία όμως αρνήθηκαν. Ο θάνατος του Χουφουέ-Μπουανί συνέβαλε σε μια προσωρινή ηρεμία στο μέτωπο των εργατικών και φοιτητικών διεκδικήσεων, αλλά λίγο αργότερα οι φοιτητές ξεκίνησαν νέες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, ενώ τα συνδικάτα διεκδίκησαν αυξήσεις. Ο Μπεντιέ φρόντισε να εξασφαλίσει αμέσως την εξουσία του διορίζοντας έμπιστα πρόσωπα σε καίριες θέσεις και εξασφάλισε την εκλογή του, επικεφαλής του κυβερνητικού κόμματος. Ωστόσο, τον Ιούνιο του 1994 δυσαρεστημένα μέλη του κόμματος ίδρυσαν νέο σχήμα, τον Δημοκρατικό Συναγερμό, ο οποίος έγινε το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης με την προσχώρηση και ορισμένων μελών του αντιπολιτευόμενου Λαϊκού Μετώπου.
Στα τέλη του 1994, ψηφίστηκε νέος εκλογικός νόμος που επέβαλε περιορισμούς στους υποψηφίους για τις εκλογές, όπως για παράδειγμα ότι θα πρέπει να κατάγονται από την Α.Ε., γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις στην αντιπολίτευση. Τον Οκτώβριο του 1995, ο πρόεδρος Ανρί Κονάν Μπεντιέ κέρδισε για δεύτερη φορά τις προεδρικές εκλογές, αλλά η αντιπολίτευση επέκρινε τις μακρόχρονες απουσίες του στο εξωτερικό για λόγους υγείας. Τον Ιούλιο του 1996, ο Μπεντιέ επέστρεψε έπειτα από δίμηνη απουσία στο εξωτερικό, στη διάρκεια της οποίας η οικονομία της χώρας αναπτύχθηκε, σύμφωνα με τους παρατηρητές, λόγω της ικανής διαχείρισης του πρωθυπουργού Ντανιέλ Ντινκάν.
Στις 24 Δεκεμβρίου του 1999 εκδηλώθηκε στη χώρα στρατιωτικό πραξικόπημα, εν μέρει λόγω της πολιτικής καταστολής και της διαφθοράς της κυβέρνησης. Ο ηγέτης του πραξικοπήματος, στρατηγός Ρομπέρ Γκουεΐ, υποσχέθηκε επιστροφή σε καθεστώς δημοκρατίας και διακήρυξε την πρόθεσή του να μη συμμετάσχει στις προεδρικές εκλογές του 2000. Η άρνησή του όμως να παραχωρήσει την εξουσία στον αριστερό νικητή των εκλογών Λοράν Γκμπάγκμπο, προκάλεσε βίαιες διαμαρτυρίες και αιματηρές συγκρούσεις σε όλη τη χώρα. Τελικά ο Γκμπάγκμπο ανακηρύχτηκε πρόεδρος και ο Γκουεΐ κατέφυγε στη Λιβερία.
Τον Ιανουάριο του 2001 εκδηλώθηκε νέα πραξικοπηματική απόπειρα –αποτυχημένη αυτή τη φορά– από τον κύριο αντίπαλο του Γκμπάγκμπο και ηγέτη του Δημοκρατικού Συναγερμού, Αλασάν Ουατάρα.
Αν και η χώρα συνοδευόταν για πολλά χρόνια με τη φήμη της πολιτικής σταθερότητας, από το 1999 φαίνεται πως αποφάσισε καθυστερημένα να ακολουθήσει τη μοίρα των υπόλοιπων αφρικανικών κρατών της περιοχής, στα οποία τα πραξικοπήματα είναι συχνότερα από τις εναλλαγές των εποχών. Στις 19 Σεπτεμβρίου 2002, ξέσπασε στάση στρατιωτικών στην πόλη Μπουακέ και στις συγκρούσεις με τα κυβερνητικά στρατεύματα που επακολούθησαν υπήρξαν εκατοντάδες νεκροί, ενώ χιλιάδες εγκατέλειψαν τα σπίτια τους στο βόρειο τμήμα της χώρας, το οποίο ελεγχόταν από τις δυνάμεις των στασιαστών. Οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η γειτονική Γκάνα έστειλαν στρατεύματα, είτε για να προστατέψουν υπηκόους τους, είτε για να πιέσουν προς μια λύση της κρίσης. Στις 17 Οκτωβρίου, μετά από έναν μήνα σφοδρών συγκρούσεων, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις στο Τόγκο μεταξύ της κυβέρνησης και των στασιαστών. Οι τελευταίοι όμως επέμειναν στον όρο τους για παραίτηση του Λοράν Γκμπάγκμπο και μέχρι τον Νοέμβριο οι διαπραγματεύσεις έβαιναν άκαρπες, οι συγκρούσεις στο εσωτερικό μαίνονταν και χιλιάδες Ευρωπαίοι, κυρίως Γάλλοι, είχαν εγκαταλείψει τη χώρα.Η λογοτεχνία της χώρας αποτελεί τυπική περίπτωση μιας εθνικής κουλτούρας σε μεταβατικό στάδιο. Οι διάφορες προφορικές παραδόσεις διατηρούν τη ζωντάνια τους, αλλά έχουν χάσει τις τελετουργικές τους ρίζες και συρρικνώνονται στο φολκλόρ. Πολλοί μελετητές (από τους οποίους ο πιο διάσημος είναι ο Α.Ζ. Αμόν ντ’ Αμπί) προσπαθούν να διασώσουν την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας, χωρίς να περιορίζονται στα αρχαιολογικά ευρήματα. Η σχολική εκπαίδευση, που γίνεται στη γαλλική γλώσσα, δημιούργησε μια νέα κουλτούρα, στην οποία η συνεισφορά του δυτικού πολιτισμού προστίθεται ή συγχωνεύεται στον αυτόχθονα πολιτισμό, ενώ η ίδια η γαλλική γλώσσα αναπτύσσεται υπό την επίδραση των τοπικών ιδιωματικών γλωσσών. Το θέατρο είναι το πλέον διαδεδομένο λογοτεχνικό είδος, στο οποίο γράφηκαν ιστορικά δράματα και σατιρικές κωμωδίες και όπου διακρίνονται τα έργα των Εσόι Αντίκο, Ζοζέφ Μιεζάν Μπονίνι, Αμαντού Κονέ, Σαρλ Ζεγκονό Νοκάν και Μπερνάρ Ζαντί Ζαουρού, οι οποίοι είναι επίσης ποιητές και πεζογράφοι. Πάνω από όλους όμως διακρίνεται ο Μπερνάρ Νταντιέ, τα έργα του οποίου απηχούν τις εθνικές λογοτεχνικές τάσεις: από τη μια πλευρά η εξύμνηση των μεγάλων μαύρων ηρώων του παρελθόντος και από την άλλη η σάτιρα των ηθών και η κριτική της σύγχρονης ζωής.
Η ποίηση, που υμνεί τη φύση και τον έρωτα, ενώ παράλληλα εκφράζει και την αγωνία του θανάτου, κυριαρχείται από το θέμα της ελευθερίας και συχνά μετατρέπεται σε μέσο κριτικής των κοινωνικών ανισοτήτων, παραμένοντας, ωστόσο, πάντα μέσα στο πλαίσιο της νεγροσύνης. Σημειώνεται όμως μια τάση για στιλιστικούς πειραματισμούς: διάσημοι, σε αυτό το πλαίσιο, είναι οι στίχοι του Νοέλ Εμπονί και της ποιήτριας Τανέλα Μπονί. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, το μυθιστόρημα ωριμάζει, όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο –όπου συμπεριλαμβάνεται μια ακριβέστερη εκτίμηση της κοινωνικής πραγματικότητας– αλλά και ως προς τη μορφή. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, η λογοτεχνική ανάπτυξη ενισχύθηκε από δύο εκδοτικούς οίκους που βρίσκονται στην Αμπιτζάν, οι οποίοι ενθαρρύνουν το διήγημα και προωθούν έρευνες στο πεδίο της προφορικής παράδοσης. Το μυθιστόρημα φτάνει στην πλήρη ωριμότητά του και επιβάλλεται ως κυρίαρχο λογοτεχνικό είδος με μια εντυπωσιακή ποσοτικά παραγωγή, στο πλαίσιο της οποίας προσεγγίζονται όλα τα θέματα της σύγχρονης κοινωνίας. Από τους συγγραφείς αυτούς ξεχωρίζουν οι Αχαμαντού Κουρομά, ο οποίος με το έργο του Μονέ: Υπερβολές και προκλήσεις (1990) κέρδισε επάξια διεθνή φήμη για το εντελώς προσωπικό του στιλ, ο Ζαν Μαρί Αντιαφί, συγγραφέας αρκετά πρωτότυπος, καθώς και οι Ζ. Ουπόχ, Τ. Ντεμ, Ι. Μπ. Κουλιμπαλί και Π. Γιαό Ακοτό.Η Α.Ε. κατοικείται από ομάδες διαφορετικής σύστασης και σπουδαιότητας. Οι Μπαουλέ, που αποτελούν αριθμητικά και πολιτιστικά μια από τις πιο σημαντικές ομάδες, επιβάλλονται και στο καλλιτεχνικό πεδίο, μια και πρέπει να θεωρηθούν οι καλύτεροι ξυλογλύπτες της χώρας. Ανάμεσα στα προσωπεία του πληθυσμού αυτού διακρίνονται δύο βασικές ομάδες: τα πρώτα, μεγάλων διαστάσεων, με κέρατα, συνδεδεμένα με θρησκευτικές τελετές των αντρών. Τα δεύτερα, μικρότερων διαστάσεων, που χαρακτηρίζονται από ένα ανθρώπινο ή ζωόμορφο πρόσωπο, αρχικά συνδεδεμένα με τη λατρεία των προγόνων και στη συνέχεια αντικείμενο μιας μη θρησκευτικής τέχνης, όπως τα προσωπεία-πορτρέτα σε ανάμνηση ενός νεκρού ή ενός ζωντανού. Πολυάριθμα είναι επίσης τα αντικείμενα καθημερινής ή τελετουργικής χρήσης που αναπαριστούν ανθρώπινες ή ζωικές μορφές, μεγάλης διακοσμητικής αξίας. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν τα τοτέμ, η προέλευση των οποίων συνδέεται με παλαιούς θρύλους, τα περίφημα μαντικά κουτιά, οι πόρτες των θρησκευτικών και μη κτιρίων που είναι διακοσμημένες με ανάγλυφα, οι χτένες και τα κουτιά για κοσμήματα.
Ανάμεσα στους άλλους πληθυσμούς, οι Γκούρο, που βρίσκονται στα δυτικά των Μπαουλέ, είναι μια ισχυρή φυλετική ομάδα γνωστή προπάντων για την παραγωγή προσωπείων που είναι φτιαγμένα με εξαιρετική λεπτότητα και με σοφή τυπική σύνθεση· σπάνια είναι αντίθετα τα γλυπτά προσώπων. Το προσωπείο, πολύ μακρύ, περιβάλλεται από τυπική κόμμωση· εξάλλου χρησιμοποιείται το χρώμα για να υπογραμμιστούν ή να τονιστούν ορισμένες λεπτομέρειες, όπως οι θυσίες. Στο σύνολό του, το προσωπείο των Γκούρο, χάρη επίσης στην ομορφιά της πατίνας που είναι έντονη και σκούρα, είναι καρπός μιας εξαιρετικά εκλεπτυσμένης, σχεδόν παρακμάζουσας, τέχνης.
Στην ανατολική ζώνη των παραλίων της Α.Ε. οι εξασκημένες στον πόλεμο φυλές Άγκνι έχουν αφήσει ως πιο σημαντικό δείγμα της τέχνης τους έναν ιδιαίτερο τύπο γλυπτικής σε πηλό, που προήλθε πιθανότατα από αναμνηστικές απεικονίσεις νεκρών με μεγάλο αξίωμα. Τα πήλινα αυτά, που θεωρούνται κατοικία της ψυχής του νεκρού, διατηρούνταν σε ένα είδος λειψανοθήκης. Το κεφάλι είναι το τμήμα που έχει γίνει με μεγαλύτερη προσκόλληση στη φυσική πραγματικότητα, προπάντων στην κόμμωση, ενώ το σώμα, με το οποίο το ενώνει ένας μακρύς δακτυλιόμορφος λαιμός, γίνεται με πλήρη ελευθερία σύνθεσης και εμφανίζεται κυρίως ως κυλινδρική μορφή με τα μέλη αντιπροσωπευόμενα συνοπτικά.
Στις βόρειες περιοχές της χώρας, στα σύνορα με το Μάλι και την Μπουρκίνα Φάσο, είναι εγκαταστημένος ένας από τους πιο ενδιαφέροντες από καλλιτεχνική άποψη πληθυσμούς, οι Σενούφο, η τέχνη των οποίων είναι ένα σημείο συνάντησης δύο αντίθετων τάσεων: της πιο αφηρημένης του σουδανοβολταϊκού στιλ και εκείνης της αρκετά νατουραλιστικής τής ακτής της Γουινέας. Η απεικόνιση του προγόνου, άντρα και γυναίκας, είναι μόνιμο θέμα της γλυπτικής των Σενούφο, που έχει αφήσει δείγματα αξιοσημείωτης γλυπτικής δύναμης τόσο ανάμεσα στα έργα μεγαλύτερου όγκου όσο και ανάμεσα στις μικρές τελετουργικές μορφές. Επίσης, χρησιμοποίησαν ευρύτατα και τα προσωπεία για τον χορό: το πιο τυπικό, με μορφή ανθρώπινου προσώπου, στιλιστικά δουλεμένο όπως στην αγαλματοποιία, είναι εμπλουτισμένο με μικρές ανθρωπόμορφες εικόνες. Άλλα προσωπεία παρουσιάζουν ένα διπλό ανθρώπινο πρόσωπο, με τα ίδια χαρακτηριστικά το ένα δίπλα στο άλλο στο ίδιο επίπεδο. Η ικανότητα των γλυπτών Σενούφο έχει μετατρέψει ακόμα και αντικείμενα συνηθισμένης χρήσης, όπως πόρτες και τύμπανα, σε αντικείμενα τέχνης: η μετατροπή αυτή πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στη διακόσμηση με χαρακτικά και ανάγλυφα που καλύπτει τις επιφάνειές τους· τα μοτίβα είναι εμπνευσμένα από τον ζωικό, ανθρώπινο και τελετουργικό κόσμο. Το πανόραμα των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων των Σενούφο συμπληρώνουν τα κομψά τελετουργικά μπαστούνια που φέρουν στο επάνω μέρος εκλεπτυσμένα ανθρωπόμορφα γλυπτά και τα πολύ πιο σπάνια εμβληματικά μπαστούνια, από δουλεμένο σίδερο, που στολίζονται με πολύτιμες φιγούρες.Η γεωργία και η αλιεία είναι οι πιο διαδεδομένες δραστηριότητες των πληθυσμών της Α.Ε., μαζί με τους οποίους όμως επιζούν και ομάδες που στα δάση ασχολούνται ακόμα κατά ένα μέρος με πρωτόγονες δραστηριότητες, όπως το κυνήγι και η συγκομιδή αυτοφυών προϊόντων. Και η κατοικία τους, σε σχέση με αυτό, έχει διατηρήσει τα πατροπαράδοτα χαρακτηριστικά. Από την άλλη πλευρά, η καλύβα από λάσπη με στέγη από κλαδιά, σε ένα εξαιρετικά υγρό περιβάλλον, είναι η πιο φυσική μορφή κατοικίας.
Με εξαίρεση τους Άγκνι, που είναι από εθνολογική άποψη συγγενείς με τους Ασάντι της Γκάνας και η κοινωνία των οποίων είναι μητριαρχική, οι πατροπαράδοτες κοινωνίες της Α.Ε. είναι πατριαρχικές. Στην Α.Ε., αν το κοινωνικό κύτταρο είναι η μεγάλη οικογένεια, το διοικητικό κύτταρο είναι το χωριό, που δεν στηρίζεται στην αρχή της εδαφικότητας, αλλά στην αρχή της συγγένειας. Συνήθως το χωριό κατοικείται από μέλη της ίδιας οικογένειας ή από συγγενικές οικογένειες, και ο αρχηγός του χωριού είναι ο αρχηγός της πιο παλιάς οικογένειας. Μόνο στους Γιακούμπα της Δύσης ο αρχηγός του χωριού είναι αιρετός. Τα χωριά μπορούν να εκτείνονται κατά μήκος ενός κύριου δρόμου (στον οποίο βρίσκονται οι καλύβες των αρχηγών), όπως συμβαίνει προπάντων με εκείνα πιο πρόσφατου σχηματισμού, ή να είναι κυκλικά, με τις κυριότερες κατοικίες στο κέντρο, όπως στους Σενούφο του βορρά. Συνήθως κάθε χωριό διαθέτει τον υποτυπώδη ναΐσκο του ή το ιερό δάσος (όπως στους Κουλάνγκο ή στους Σενούφο: στους τελευταίους αυτούς, μάλιστα, τα ιερά δάση είναι τόσα όσα και οι εθνικότητες), και έχει ένα ή δύο δημόσια κτίρια, ίσως ένα υπόστεγο ανοιχτό από όλες τις πλευρές, στο οποίο οι κάτοικοι πηγαίνουν ελεύθερα, έχοντας μαζί τους ένα σκαμνί, μια καρέκλα, και οι γυναίκες το γουδί ή τα απαραίτητα για μαγείρεμα.
Ένα επεισόδιο που έχει μεγάλη σπουδαιότητα στη ζωή του χωριού και συνεπάγεται ένα περίπλοκο τελετουργικό είναι ο θάνατος ενός κατοίκου του. Μόλις ο ετοιμοθάνατος αφήσει την τελευταία του πνοή, αρχίζουν οι θρήνοι της χήρας και των συγγενών, εκείνων που μένοντας πιο κοντά μπόρεσαν να συγκεντρωθούν γύρω του. Οι συγγενείς αναγγέλλουν την είδηση και το τύμπανο τη μεταδίδει στα γειτονικά χωριά. Ύστερα οι άντρες συγκεντρώνονται για να επιλέξουν αυτόν που θα διευθύνει την πένθιμη τελετή: έναν θείο του νεκρού ή έναν αδελφό. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα σταματούν οι δραστηριότητες των μελών της οικογένειας και προετοιμάζεται το ξύλινο φέρετρο, στο οποίο τοποθετείται ο νεκρός μαζί με όλα του τα πράγματα –ρούχα, τρόφιμα, κεραμικά, κοσμήματα, φυλαχτά– που θα του χρησιμεύσουν στο Σάμπα-Κούα (όπως ονομάζουν οι Ατιέ τον τόπο όπου συγκεντρώνονται οι ψυχές), χωρίς να αποκλείεται και λίγη χρυσόσκονη που του ρίχνουν στο αφτί. Μετά την ταφή του νεκρού, η χήρα και τα παιδιά της ξυρίζουν τα μαλλιά τους. Η μεγάλη τελετή γίνεται μονάχα μερικές μέρες αργότερα, όταν συγκεντρωθούν οι τροφές και τα ποτά καθώς επίσης και όλα τα μέλη της οικογένειας, ακόμα και εκείνα που κατοικούν πιο μακριά. Με τη λέξη οικογένεια εννοείται η μεγάλη οικογένεια η οποία κατάγεται από έναν κοινό πρόγονο.Η Α.Ε. παρουσιάζει αξιοσημείωτο ενδιαφέρον λόγω του ποικιλόμορφου φυσικού της περιβάλλοντος και του μεγάλου φολκλορικού πλούτου των πληθυσμών της. Οι χοροί, τα γλυπτά και τα τελετουργικά προσωπεία τα οποία είναι ονομαστά, όλα αυτά, μαζί με μια σύγχρονη τουριστική αντίληψη, φιλοξενία και καλό οδικό και ξενοδοχειακό εξοπλισμό κάνουν τη χώρα έναν από τους κυριότερους σταθμούς ενός ταξιδιού στη γουινεϊκή Αφρική.
Στην Αμπιτζάν μπορεί να φτάσει κανείς αεροπορικώς μέσω των πολυάριθμων πτήσεων που τη συνδέουν με τις κυριότερες πόλεις της Ευρώπης και της δυτικής Αφρικής. Συνδυάζοντας ένα ταξίδι από ξηρά (αλλά και αεροπορικό) με την επίσκεψη άλλων αφρικανικών χωρών, ο ταξιδιώτης θα μπορούσε να φτάσει εκεί από τη Γουινέα (από τη Ν’Ζερεκορέ στη Μαν), από το Μάλι, από την Μπουρκίνα Φάσο (με θαυμάσιο επίσης σιδηρόδρομο –εφοδιασμένο με βαγκόν λι– που από την Ουαγκαντουγκού και την Μπόμπο-Ντιουλασό φτάνει στην Μπουακέ και στην Αμπιτζάν) και από την Γκάνα.
Ο επισκέπτης πρέπει να είναι εφοδιασμένος με βίζα και με πιστοποιητικά εμβολιασμού κατά της ευλογιάς και του κίτρινου πυρετού. Καλό θα είναι επίσης, για δική του προστασία, να λάβει μέτρα κατά της ελονοσίας. Για την είσοδο του αυτοκινήτου χρειάζεται διεθνές δίπλωμα. Στην Αμπιτζάν μπορεί να ενοικιάσει κανείς αυτοκίνητο χωρίς οδηγό. Από εκεί μπορεί να πραγματοποιήσει, σε σχεδόν πάντοτε ασφαλτοστρωμένους δρόμους ή τουλάχιστον ικανοποιητικούς για τα αφρικανικά δεδομένα, ένα δρομολόγιο που μέσω της παράκτιας ζώνης της Γκάνα, του Τόγκο και του Μπενίν, συνδέεται με το καλό οδικό δίκτυο της Νιγηρίας έως το Καμερούν. Οι κυριότερες τοποθεσίες της χώρας συνδέονται αεροπορικώς. Η καλύτερη εποχή για το ταξίδι είναι από τον Δεκέμβριο έως τον Μάρτιο (και από τον Νοέμβριο έως ολόκληρο τον Απρίλιο στον βορρά) και την εποχή αυτή θα είναι πιο εύκολο να παρακολουθήσει κανείς αυθεντικές χορευτικές και φολκλορικές εκδηλώσεις. Μόνο στη νοτιότερη ζώνη οι μήνες Αύγουστος και Σεπτέμβριος έχουν ξηρό και λιγότερο θερμό κλίμα.
Η Αμπιτζάν είναι συνήθως η αφετηρία για την επίσκεψη της χώρας. Η σύγχρονη καλαίσθητη αρχιτεκτονική και η πανοραμική θέση της την καθιστούν μια από τις πιο ωραίες πόλεις της μαύρης Αφρικής και επίσης μια από τις λίγες όπου η πολεοδομική ανάπτυξη συνδυάζεται θαυμάσια με τη φύση· γραφικές και πυκνοκατοικημένες είναι οι γύρω αφρικανικές συνοικίες με τις αγορές τους. Στην πόλη αξίζει να επισκεφθεί κανείς το Εθνικό Μουσείο με μια πλούσια συλλογή αντικειμένων τέχνης και φολκλόρ· την παραδοσιακή συνοικία Τρεϊσβίλ, την κεντρική συνοικία του Πλατό, την πανοραμική και ελκυστική συνοικία κατοικιών της Κόκοντι· στα περίχωρα, την ωραία ακρογιαλιά Βρίντι, το ψαράδικο χωριό Πορ-Μπουέ και τον εθνικό δρυμό του Μπάνκο (πυκνό δάσος με γιγαντιαία δέντρα).
Από την Αμπιτζάν ο ταξιδιώτης μπορεί να πάει στην Γκραν-Μπασάμ (τη θλιβερή και παρακμάζουσα παλαιά αποικιακή πρωτεύουσα, με ενδιαφέρον κρατικό κέντρο χειροτεχνίας, παραδοσιακής γλυπτικής, αγγείων και υφαντών) και να συνεχίσει για τα χωριά Ασουιντέ και Ασινί, που βρίσκονται ανάμεσα σε ωκεανό και σε λιμνοθάλασσα, με δικαιολογημένα διεθνή φήμη. Στη λωρίδα της λιμνοθάλασσας στα δυτικά θα μπορούσε να πάει στη Ζακβίλ και στην Νταμπού και από εκεί να επιχειρήσει να επιστρέψει με σκάφος στη λιμνοθάλασσα Εμπριέ (ίσως έως την Γκραν-Λαχού, με επιστροφή μέσω ξηράς). Η επίσκεψη μέρους τουλάχιστον των παράκτιων λιμνοθαλασσών με τα γραφικά χωριά σε πασσάλους μπορεί να αντιπροσωπεύσει μια από τις καλύτερες εμπειρίες του ταξιδιού· ένα δρομολόγιο από την Γκραν-Μπασάμ στην Αντζακέ (εκδρομές στη λιμνοθάλασσα Αμπί), στην Αμποΐσο και από εκεί, με γραφική διαδρομή μέσα από δάση, στο φράγμα Αγιαμέ, μπορεί να συμπληρώσει την επίσκεψη στο νότιο τμήμα.
Εκτός από την παράκτια λωρίδα με τις λιμνοθάλασσες, δύο είναι οι ζώνες που προσφέρουν τουριστικά αξιοθέατα στην Α.Ε.: στα δυτικά η χώρα Γιακούμπα, το κέντρο της οποίας είναι η Μαν, ονομαστή για τους χορούς, και στα βόρεια η Σενούφο, το κέντρο της οποίας είναι η Κορχόγκο, περίφημη για τη χειροτεχνία της (γλυπτά, υφαντά, προσωπεία, αγγεία). Ενδιαφέρουσα τέλος είναι και η ανατολική περιοχή, κατοικημένη από τους Άγκνι, το κέντρο της οποίας είναι η Αμπενγκουρού, πλούσια σε φεουδαρχικές και φολκλορικές παραδόσεις.
Από την περιοχή Γιακούμπα ο ταξιδιώτης μπορεί να επισκεφτεί τη νέα πρωτεύουσα Γιαμουσούκρο (αγορά την Τετάρτη, φράγμα Κοσού) και την Μπουαφλέ ή την Γκαγκνόα (χοροί, χωριά, πιθανή απόκλιση για τον Σασάντρα με τις αμμουδερές όχθες του), φτάνοντας στη Μαν και ύστερα στην Ντανανέ (στα σύνορα με τη Λιβερία και τη Γουινέα). Λίγο βορειότερα της Μαν βρίσκονται τα χωριά Μπιανκούμα και Γκουεσέσο. Η παραμονή στη Μαν και στην Ντανανέ θα είναι ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς του ταξιδιού, για τις ανέπαφες παραδόσεις και το φολκλόρ και για τα θαυμάσια ορεινά και δασικά τοπία (εκδρομή στο όρος Τονκούι). Από τη Μαν και από την Ντανανέ, ο ταξιδιώτης μπορεί να συνεχίσει έως τη Ν’Ζερεκορέ στη Γουινέα και ύστερα για την Κονακρί, ή πιο πέρα για τη Σενεγάλη.
Συνεχίζοντας το ταξίδι, μετά τη Μαν, ο επισκέπτης φτάνει στην Τούμπα (πολυσύχναστη κυριακάτικη αγορά στη γειτονική Ουαϊνού, χοροί σε ξυλοπόδαρα), στην Οντιενέ και τέλος στην Μπουντιάλι και στην Κορχόγκο. Θα μπορούσε από εδώ να πάει στα νότια στην Μπουακέ και στην Αμπιτζάν, ή να συνεχίσει για τη Φερκεσεντουγκού (τζαμί, τυπική χειροτεχνία, πιθανή απόκλιση για την Κονγκ, με αξιοσημείωτο φολκλόρ), που βρίσκεται στο τέρμα του άμεσου οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου που, ξεκινώντας από την Αμπιτζάν και την Μπουακέ, οδηγεί στην Μπουρκίνα Φάσο· από τη Φερκεσεντουγκού συνεχίζει κατά μήκος των παρυφών του εθνικού δρυμού της Κομοέ έως την Μπούνα (εκδρομές στο πάρκο από το Ουανγκοφιτίνι, πρωτόγονοι πληθυσμοί Λόμπι στη ζώνη των συνόρων με την Μπουρκίνα Φάσο και την Γκάνα)· από εδώ επιστρέφει στην Αμπιτζάν περνώντας από την Μποντουκού.
Ξενοδοχειακές μονάδες. Σε ό,τι αφορά τη φιλοξενία, υπάρχει μεγάλη ποικιλία πολυτελών ξενοδοχείων και εστιατορίων που προσφέρει η Αμπιτζάν. Στα άλλα τουριστικά κέντρα δεν λείπει ποτέ το καλό, έστω και λιγότερο πολυτελές ξενοδοχείο. Κουζίνα. Η κουζίνα στα μεγαλύτερα εστιατόρια είναι πάντοτε γαλλικού τύπου, ενώ τα αφρικανικά πιάτα είναι όμοια με εκείνα της Σενεγάλης. Τυπικό πιάτο είναι το λεγόμενο βασικό πιάτο, που συμπληρώνεται με σάλτσα. Το πιάτο αυτό αποτελείται στη ζώνη του δάσους από βολβούς ή μπανάνες και στη ζώνη της σαβάνας από ινιάμ και κεχρί ή σόργο. Η σάλτσα παρασκευάζεται από φρέσκα χορταρικά, με την προσθήκη φοινικέλαιου και με λίγο κρέας ή, πιο συχνά, άφθονο ψάρι.Σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων στην Α.Ε. ζούσαν περίπου 60 Έλληνες το 2001.
Η Ακτή Ελεφαντοστού είναι ένα κράτος με υψηλότατο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού.
Άποψη της Αμπιτζάν στην Ακτή του Ελεφαντοστού. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα λιμάνια της δυτικής Αφρικής.
Χαρακτηριστικός τύπος ιθαγενούς της Ακτής του Ελεφαντοστού.
Μεταφορά ξυλείας με το ρεύμα του ποταμού.
Υπαίθρια αγορά αγροτικών προϊόντων στη συνοικία Τρεϊσβίλ, στην Αμπιτζάν.
Το Δημαρχείο της Αμπιτζάν, πρώην πρωτεύουσας της Ακτής του Ελεφαντοστού.
Μεγαλοπρεπές τζαμί στην πόλη Μπουακέ της Ακτής του Ελεφαντοστού.
Χαρτονόμισμα των 10.000 φράγκων της Δυτικής Αφρικής.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ακτής του Ελεφαντοστού Έκταση: 322.460 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.393.21 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Γιαμουσούκρο (244.750 κάτ. το 2001)
Η πόλη Μπουακέ, στο βόρειο τμήμα της χώρας, υπήρξε το επίκεντρο του πραξικοπήματος, το φθινόπωρο του 2002.
Dictionary of Greek. 2013.